- ελεύθερος
- και λεύθερος και λεύτερος, -η, -ο (AM ἐλεύθερος, -α, -ον και ἐλεύθερος, -ον)1. αυτός που δεν εξαρτάται από άλλον, που δεν υπόκειται στην εξουσία άλλου2. (για τόπο ή χώρα) εκείνος που δεν υπάγεται σε ξένη εξουσία, δεν βρίσκεται υπό ξένη κυριαρχία ή κατοχή3. (για πόλη ή χώρα) εκείνος που δεν βρίσκεται κάτω από τυραννικό, αυταρχικό καθεστώς4. απαλλαγμένος, λυτρωμένος από κάτι5. απαλλαγμένος από υποψία ή κατηγορία, αθώος6. (για περιουσιακό στοιχείο) ο μη υποθηκευμένος ή διεκδικούμενος από ανταπαιτητές7. (για χώρο) προσιτός σε όλουςμσν.- νεοελλ.1. αποφυλακισμένος2. άγαμος3. (για γυναίκα) ελευθερίων ηθών, πόρνη3. ανεπηρέαστος («ελεύθερη γνώμη»)4. (για μέλος τού σώματος) αυτός που κινείται ελεύθερανεοελλ.1. αυτός που σκέφτεται και ενεργεί ελεύθερα, ο ελευθερόφρων2. απαλλαγμένος από υποχρεωτική εργασία («είμαι ελεύθερος την Πέμπτη», «έχω ελεύθερη την Πέμπτη»)3. απαλλαγμένος από υποχρεωτικό πρόγραμμα («ελεύθερο απόγευμα»)4. ο μη κατειλημμένος («ελεύθερο κάθισμα»)5. αυτός για τον οποίο δεν υπάρχει απαγόρευση («ελεύθερη διέλευση», «ελεύθερο κυνήγι»)6. «ελεύθερη ζώνη» — περιοχή λιμανιού όπου τα εμπορεύματα δεν φορολογούνται επειδή πρόκειται να μεταφερθούν7. αυτός που δεν κλείστηκε στη φυλακή8. αυτός που δεν γίνεται σύμφωνα με τον νόμο («ελεύθερος γάμος»)9. αυτός που δεν ακολουθεί τους συνηθισμένους κανόνες ηθικής («ελεύθερη διαγωγή»)10. (για συγγραφή) αυτός που δεν ακολουθεί πιστά το πρωτότυπο («ελεύθερη μετάφραση», «ελεύθερη διασκευή»)11. φρ. «ελεύθερος στίχος» — αυτός που έχει τον ίδιο ρυθμό με τους άλλους στίχους τού ποιήματος όχι όμως και το ίδιο μέτρο12. «ελεύθερη πόλη» — αυτή που έχει διοικητική αυτονομία μέσα σ' ένα κράτοςαρχ.-μσν.1. αυτός που ταιριάζει σε ελεύθερο2. προσιτός, γενναιόδωροςαρχ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ελευθερία2. η σύζυγος3. γυμνός4. το ουδ. ως ουσ. τo ἐλεύθερονα) ελευθερίαβ) ελευθεροφροσύνη5. πίστη.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχ. επίθετο που ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα* leudh «μεγαλώνω, αυξάνω, αναπτύσσομαι» και συνδέεται με το λατ. liber. To ελλ. ελεύθερος και το λατ. liber συνδέονται πιθ. με λέξεις τής Γερμανικής και Βαλτοσλαβικής που εκφράζουν τη σημασία «λαός» (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. liut «λαός», άγγλοσαξ. lēod, λιθ. liaudis, αρχ. σλαβ. ljudĭje). Στον Όμηρο η λ. απαντά δύο φορές (πρβλ. ελεύθερον ἦμαρ «μέρα τής ελευθερίας, ελευθερία», κρητῆρα ἐλεύθερον «γιορταστικός κρατήρας τής ελευθερίας»). Η λ. ελεύθερος, σε αντίθεση προς τη λ. δούλος, σημαίνει «αυτόν που έχει τη δυνατότητα να ασκεί τα πολιτικά του δικαιώματα» και επομένως δηλώνει αυτόν που δεν βρίσκεται υπό την εξουσία κάποιου άλλου, πράγμα που συνέβαινε με τον δούλο στην αρχαιότητα. Έτσι η λ. ελεύθερος και το θηλ. ελευθερία < ελεύθερος διευρύνθηκαν, προσλαμβάνοντας τη σημασία τής ανεξαρτησίας (πρβλ. ελευθερία ή θάνατος) και εξελικτικά κατέληξε να σημαίνει και τον ανύπαντρο άνθρωπο αλλά και καθετί το προσιτό, το επιτρεπόμενο (πρβλ. ελεύθερο δωμάτιο, είσοδος ελευθέρα, ελεύθερη μετάφραση)].
Dictionary of Greek. 2013.